Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄγειος < α- (στερητικό) + γῆ

  Επίθετο επεξεργασία

ἄγειος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει γη, έδαφος
  2. (συνεκδοχικά) ο συνεχώς ναυτιλλόμενος