Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγιοδρόμος < ελληνιστική ἅγιος + δρόμος (= αγώνας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁγιοδρόμος αρσενικό

  • αυτός που διάγει ζωή με αγώνα αγιότητας