Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁβρόγοος < ἁβρός + γόος

  Επίθετο

επεξεργασία
ἁβρόγοος -ος, -ον
  • αυτός που εκφέρει μαλακούς γόους, που θρηνεί χωρίς υστερία