Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτόνησις < αρχαία ελληνική ἀτονῶ / ἀτονέω, ἀτονη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀτόνησις θηλυκό