ατόνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατόνηση | οι | ατονήσεις |
γενική | της | ατόνησης* | των | ατονήσεων |
αιτιατική | την | ατόνηση | τις | ατονήσεις |
κλητική | ατόνηση | ατονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαατόνηση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ατονώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατόνηση