ἀτομίκευσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀτομίκευσις (μαρτυρείται από το 1859)[1] < καθαρεύουσα ἀτομικεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀτομίκευσις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 175, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου