ἀσχάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀσχάλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀσχάλλω
- στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 193 (192-193)
- σοὶ δὲ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν ἥν κ᾽ ἐνὶ θυμῷ | τίνων ἀσχάλλῃς· χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος.
- Αλλά κι εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε τέτοια ποινή, | να βράζεις μέσα σου από θυμό όταν θα την πληρώνεις — τόσο βαρύς θα πέσει πάνω σου καημός.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σοὶ δὲ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν ἥν κ᾽ ἐνὶ θυμῷ | τίνων ἀσχάλλῃς· χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 3 (Θάλεια), 152.1
- ἑπτὰ δὲ μηνῶν καὶ ἐνιαυτοῦ διεληλυθότος ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε καὶ ἡ στρατιὴ πᾶσα οὐ δυνατὴ ἐοῦσα ἑλεῖν τοὺς Βαβυλωνίους.
- Πέρασαν ωστόσο ένας χρόνος και επτά μήνες, και ο Δαρείος στεναχωριόταν, όπως και όλη η στρατιά, που δεν ήταν ικανή να νικήσει τους Βαβυλωνίους.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἑπτὰ δὲ μηνῶν καὶ ἐνιαυτοῦ διεληλυθότος ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε καὶ ἡ στρατιὴ πᾶσα οὐ δυνατὴ ἐοῦσα ἑλεῖν τοὺς Βαβυλωνίους.
- 9 (Καλλιόπη), 117.1
- ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, [καὶ] ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος,
- Και καθώς ήρθε το φθινόπωρο κι η πολιορκία κρατούσε, οι Αθηναίοι βαρυγκομούσαν, και επειδή βρίσκονταν μακριά απ᾽ την πόλη τους και επειδή δεν μπορούσαν να κυριέψουν το τείχος.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, [καὶ] ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος,
- 3 (Θάλεια), 152.1
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 193 (192-193)
- θρηνώ για κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 937 (936-937)
- [ΑΓΓ.] ἐκ τῆς Κορίνθου. τὸ δ᾽ ἔπος οὑξερῶ τάχα, | ἥδοιο μέν, πῶς δ᾽ οὐκ ἄν; ἀσχάλλοις δ᾽ ἴσως.
- [ΑΓΓ.] Από την Κόρινθο· ο λόγος μου | θα σε γλυκάνει, αλλά μπορεί να πικραθείς λιγάκι.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 937 (936-937)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀσχάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσχάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.