Δείτε επίσης: ασκέρι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀσκέριν < ἀσκέρ(ι) + -ιν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀσκέριν ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία