ἀπύλωτον στόμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαἀπύλωτον στόμα ουδέτερο
- για αθυρόστομο πρόσωπο· που δε βάζει γλώσσα μέσα του
- ≈ συνώνυμα: ἀθύρωτον στόμα → δείτε τη λέξη ἀθύρωτος
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .