Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπό κτίσεως κόσμου < αρχαία ελληνική ἀπό + κτίσεως + κόσμου

  Έκφραση

επεξεργασία

ἀπό κτίσεως κόσμου

  • (ελληνιστική κοινή) από κτίσεως κόσμου
    ※  Ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τοὺς πέντε χιλιάδες καὶ ἑκατὸν τριάκοντα ἕξη χρόνους ἀπὸ κτίσεως κόσμου. (Ἡ φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξαντρου. Διήγησις Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, 2, 7–8)