ἀποτόμως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀποτόμως < ἀπότομ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀποτόμως
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) ἀποτόμως: απότομα
Πηγές
επεξεργασία- ἀποτόμως, ἀπότομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.