Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποτόμως < ἀπότομ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀποτόμως

  1. απολύτως, εντελώς
  2. επακριβώς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία