Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπορρόφησις < → δείτε τη λέξη απορρόφηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπορρόφησις θηλυκό