Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκρισιάριος < αρχαία ελληνική ἀπόκρισι(ς) + -άριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκρισιάριος αρσενικό

  1. απεσταλμένος αγγελιοφόρος
  2. προξενητής