ἀπελθόντων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαἀπελθόντων
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική β΄ αορίστου του ρήματος ἀπέρχομαι
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαἀπελθόντων
- γενική πληθυντικού του ἀπελθών
- γενική πληθυντικού του ἀπελθόν (ουδέτερο του ἀπελθών)
- → δείτε τη λέξη ἀπέρχομαι