Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντωνέομαι < ἀντί + ὠνέομαι

ἀντωνέομαι-ἀντωνοῦμαι

  1. αγοράζω προς αντικατάσταση αυτού που πούλησα ή με τα χρήματα από αυτό που πούλησα
    καὶ ἀπεδίδοτο νὴ... ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο (: και βέβαια πουλούσε.. αλλά αμέσως αγόραζε ένα άλλο)
  2. "χτυπάω" κάτι σε πλειστηριασμό, προσπαθώ να πλειοδοτήσω, ανταγωνίζομαι άλλους αγοραστές
    ... οὐ συμπριαμένους καταθέσθαι ἐκέλευεν αὐτούς, ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθαι συνεβούλευεν (: δεν τους έδωσε εντολή να αγοράσουν όλοι μαζί <το σιτάρι> και να το αποθηκεύσουν, αλλά τους συμβούλεψε να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους <στην τιμή>)