ἀντωνέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀντωνέομαι-ἀντωνοῦμαι
- αγοράζω προς αντικατάσταση αυτού που πούλησα ή με τα χρήματα από αυτό που πούλησα
- καὶ ἀπεδίδοτο νὴ... ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο (: και βέβαια πουλούσε.. αλλά αμέσως αγόραζε ένα άλλο)
- "χτυπάω" κάτι σε πλειστηριασμό, προσπαθώ να πλειοδοτήσω, ανταγωνίζομαι άλλους αγοραστές
- ... οὐ συμπριαμένους καταθέσθαι ἐκέλευεν αὐτούς, ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθαι συνεβούλευεν (: δεν τους έδωσε εντολή να αγοράσουν όλοι μαζί <το σιτάρι> και να το αποθηκεύσουν, αλλά τους συμβούλεψε να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους <στην τιμή>)