Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιβολέω < ἀντι- + βολέω

ἀντιβολέω - ἀντιβολῶ (συνηρημένο)

  1. συναντώ
  2. παίρνω μέρος
  3. πέφτω στον κλήρο του
  4. (με δοτική) είμαι παρών
  5. (με αιτιατική) ικετεύω κάποιον