Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνταναλίσκω < ἀντί + ἀναλίσκω

ἀνταναλίσκω

  1. καταστρέφω ανταποδίδοντας, προκαλώ κι εγώ καταστροφή
    ἐκπνέων ψυχὴν ἐμὴν δράσας τι χρῄζω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἵν' ἀνταναλώσω οἵ με προύδοσαν : στην τελευταία μου πνοή θέλω να κάνω κάτι στους εχθρούς μου να εκδικηθώ με καταστροφή εκείνους που με πρόδωσαν (Ευρ. Ορέστης 1165)