ἀνθηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνθηφόρος (ελληνιστική κοινή)
- (θρησκεία) αρχιέρεια που ... → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- επιγραφή CIG 2821,2822 (Αφοριδιάς-Aphrodisias)
- και δείτε το αρχαίο ἀνθοφόρος
Πηγές επεξεργασία
- ἀνθηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.