Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνεμοτρεφής τὸ ἀνεμοτρεφές οἱ, αἱ ἀνεμοτρεφεῖς τὰ ἀνεμοτρεφ
Γενική τοῦ, τῆς ἀνεμοτρεφοῦς τοῦ ἀνεμοτρεφοῦς τῶν ἀνεμοτρεφῶν τῶν ἀνεμοτρεφῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἀνεμοτρεφεῖ τῷ ἀνεμοτρεφεῖ τοῖς, ταῖς ἀνεμοτρεφέσι(ν) τοῖς ἀνεμοτρεφέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνεμοτρεφ τὸ ἀνεμοτρεφές τοὺς, τὰς ἀνεμοτρεφεῖς τὰ ἀνεμοτρεφ
Κλητική ἀνεμοτρεφές ἀνεμοτρεφές ἀνεμοτρεφεῖς ἀνεμοτρεφ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνεμοτρεφεῖ
Γενική-Δοτική ἀνεμοτρεφοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεμοτρεφής < ἄνεμος + τρέφω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνεμοτρεφής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία