ἀνεμοτρεφής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνεμοτρεφής | τὸ ἀνεμοτρεφές | οἱ, αἱ ἀνεμοτρεφεῖς | τὰ ἀνεμοτρεφῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνεμοτρεφοῦς | τοῦ ἀνεμοτρεφοῦς | τῶν ἀνεμοτρεφῶν | τῶν ἀνεμοτρεφῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνεμοτρεφεῖ | τῷ ἀνεμοτρεφεῖ | τοῖς, ταῖς ἀνεμοτρεφέσι(ν) | τοῖς ἀνεμοτρεφέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνεμοτρεφῆ | τὸ ἀνεμοτρεφές | τοὺς, τὰς ἀνεμοτρεφεῖς | τὰ ἀνεμοτρεφῆ |
Κλητική | ἀνεμοτρεφές | ἀνεμοτρεφές | ἀνεμοτρεφεῖς | ἀνεμοτρεφῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνεμοτρεφεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ἀνεμοτρεφοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀνεμοτρεφής, -ής, -ές
- που θρέφεται από τον άνεμο
- ἐν δ' ἔπεσ' ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον ὑπαὶ νεφέων ἀνεμοτρεφές (Ιλιάδα Ο 625)