Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμύμων < ἀ- στερητικό + μῶμος, με κώφωση του ω σε υ

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμύμων -ων -ον

  • αψεγάδιαστος (τυπικό επίθετο στον Όμηρο που συνοδεύει ονόματα ανθρώπων από βασιλική γενιά)