Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμουρούζα θηλυκό < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική amourousa (ερωτευμένη). Δείτε και το αρσενικό ἀμορόζος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμουρούζα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

νέα ελληνικά, διαλεκτικά: