ἀμβλίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμβλίσκω < ρίζα αμλ όπως και στο αμβλύς
Ρήμα
επεξεργασίαἀμβλίσκω και ἀβλύσκω και ἀμβλόω και ἀμβλώω
Συγγενικά
επεξεργασία- ἄμβλωμα και ἐξάμβλωμα
- ἄμβλωσις και ἐξάμβλωσις
ἀμβλίσκω και ἀβλύσκω και ἀμβλόω και ἀμβλώω