Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλλοτριόω < ἀλλότριος

  Ρήμα επεξεργασία

ἀλλοτριόω και συνηρημένο ἀλλοτριῶ

  1. αποξενώνω
  2. παίρνω κάτι και το καθιστώ ξένο, το κάνω να διάκειται εχθρικά (συνήθως όταν συντάσσεται δίπτωτο, με αιτιατική και δοτική)

Συγγενικά επεξεργασία