Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλοδοξέω < παρασύνθετος από το αλλόδοξος (άλλος +δόξα) + jω

ἀλλοδοξέω και ἀλλοδοξῶ (δόκιμο στον ενεστώτα)

  1. πλανώμαι
    ἀρέσκει δέ, ὡς φῄς, τὸ τὰ ψευδῆ δοξάζειν ἀλλοδοξεῖν εἶναι; παραδέχεσαι λοιπόν, όπως είπες, ότι το να πρεσβεύεις ένα ψεύδος είναι σαν να πλανάσαι;(Πλάτων, Θεαίτητος, 189)

Συγγενικά

επεξεργασία