ἀλεξάνεμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀλεξάνεμος | τὸ ἀλεξάνεμον | οἱ, αἱ ἀλεξάνεμοι | τὰ ἀλεξάνεμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀλεξανέμου | τοῦ ἀλεξανέμου | τῶν ἀλεξανέμων | τῶν ἀλεξανέμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀλεξανέμῳ | τῷ ἀλεξανέμῳ | τοῖς, ταῖς ἀλεξανέμοις | τοῖς ἀλεξανέμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀλεξάνεμον | τὸ ἀλεξάνεμον | τοὺς, τὰς ἀλεξανέμους | τὰ ἀλεξάνεμα |
Κλητική | ἀλεξάνεμε | ἀλεξάνεμον | ἀλεξάνεμοι | ἀλεξάνεμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀλεξανέμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀλεξανέμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀλεξάνεμος, -ος, -ον
- αλεξήνεμος
- πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις, / ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ’, ἀλεξάνεμον μάλα πυκνήν, / ἂν δὲ νάκην ἕλετ’ αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο, / εἵλετο δ’ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν. (Όμηρος, Οδύσσεια, ξ, 528-531)