Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλίτης

→ δείτε τη λέξη ἀλείτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλίτης αρσενικό

  1. (ως επίθετο) αλατισμένος
  2. αλιευτής