Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκτινοβολέω < ἀκτίς + βάλλω

ἀκτινοβολέω - ἀκτινοβολῶ (συνηρημένο)

  • ρίχνω ακτίνες, απαστράπτω