Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκροσαχνισμένος < ἀκρο- + σαχν(ός) + -ισμένος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκροσαχνισμένος

  • άπαχος και τρυφερός
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 239 (235-239) @anemi.lib.uoc.gr
    δός με ὀλίγον ἔντερον, δός με δαμίν μαστάριν,
    λαπάραν ἐκ τὴν λαπάραν σου, ἐξ αὐτὴν τὴν βαστάζεις,
    λαπάραν τραγανόδεχτον τὴν ἄντικρυς νευρώδη,
    τὴν ἐκδαρμένην πάντοτε καὶ μὴ παχαινευμένην,
    τὴν οὖσαν σταφιδόχνοτον, τὴν ἀκροσαχνισμένην.
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία