ἀκριβάζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀκριβάζω < ἀκριβόω
Ρήμα επεξεργασία
ἀκριβάζω
- μεταγενέστερος τύπος του ἀκριβόω. Χρησιμοποιείτο με την έννοια του υπερηφανεύομαι για κάτι, καμαρώνω, πιθανόν και είμαι αλαζών
ἀκριβάζω