ἀκολασταίνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀκολασταίνω < ἀκόλαστος
Ρήμα επεξεργασία
ἀκολασταίνω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
Κλίση επεξεργασία
Δόκιμο μόνον στον ενεστώτα και στο μέλλοντα ἀκολαστανῶ
ἀκολασταίνω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
Δόκιμο μόνον στον ενεστώτα και στο μέλλοντα ἀκολαστανῶ