ἀδιαμφισβητήτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδιαμφισβητήτως (μαρτυρείται από το 1894) [1] < ἀδιαμφισβήτητ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀδιαμφισβητήτως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 13, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου