Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγησίχορος < ἡγέομαι + χορός

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀγησίχορος, -ος, -ον
  • αυτός που οδηγεί χορό ακόμα και στον Άδη

Συγγενικά

επεξεργασία