Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγέχορος < ἄγω + χορός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγέχορος, -ος, -ον
  1. αυτός που άγει, οδηγεί τον χορό
  2. ο πρώτος του χορού

Συγγενικά επεξεργασία