Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλέπε ἄγαμος και γραφή (= δίκη)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ἀγαμίου γραφή θηλυκό

  • αρχαίος σπαρτιατικός νόμος που στρεφόταν κατά των ανδρών που απέφευγαν τον γάμο όταν έφθαναν σε κάποια ηλικία.

Συνώνυμα επεξεργασία