ἀγαλλιασμός
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγαλλιασμός < από τον αόριστο του ἀγαλλιάζω και ἀγαλλιῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλλιάω < αρχαία ελληνικήἀγάλλομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγαλλιασμός αρσενικό (& ἀγαλλίασμα & ἀγαλλίασις)
ἀγαλλιασμός αρσενικό (& ἀγαλλίασμα & ἀγαλλίασις)