Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαλλιασμός < από τον αόριστο του ἀγαλλιάζω και ἀγαλλιῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλλιάω < αρχαία ελληνικήἀγάλλομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγαλλιασμός αρσενικό (& ἀγαλλίασμα & ἀγαλλίασις)

  1. η έντονη μεγάλη χαρά, η ευφορία
  2. αυτό που προκαλεί αγαλλίαση, χαρά, που είναι αιτία για χαρές