Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀγακλειτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀγακλειτός
<
ἀγα-
+
κλειτός
(=
φημισμένος
)
Επίθετο
επεξεργασία
ἀγακλειτός, -η, -ον
ένδοξος
,
λαμπρός