Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγάρροος < ἄγαν + ῥέω

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀγάρροος, -ος, -ον, συνηρημένο ἀγάρρους, -ους, -ουν
  1. αυτός που έχει μεγάλη ροή
  2. αυτός που ρέει ρέει ορμητικά

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • στα αρχαία ελληνικά κείμενα αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός του Ελλησπόντου