ἀγάρροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- ἀγάρροος, -ος, -ον, συνηρημένο ἀγάρρους, -ους, -ουν
- αυτός που έχει μεγάλη ροή
- αυτός που ρέει ρέει ορμητικά
Σημειώσεις
επεξεργασία- στα αρχαία ελληνικά κείμενα αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός του Ελλησπόντου