Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβλής < α- στερητικό και βάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβλής, -ης, (δεν απαντάται σε ουδέτερο)

  1. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε σε βολή, ο αμεταχείριστος, συνηθέστερα αναφερόταν σε όπλα, βέλη, πολιορκητική μηχανή κ.λ.π.

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. ἄβλητος