Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀβάκχευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀβάκχευτος
<
ἀ-
στερητικό
και
βακχεύω
Επίθετο
επεξεργασία
ἀβάκχευτος, -η, -ον
αυτός που είναι αμύητος σε βακχικά όργια,
αυτός που στερείται ενθουσιασμού