Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβάκχευτος < ἀ- στερητικό και βακχεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβάκχευτος, -η, -ον

  1. αυτός που είναι αμύητος σε βακχικά όργια,
  2. αυτός που στερείται ενθουσιασμού