ἀήσσητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀήσσητος | τὸ ἀήσσητον | οἱ, αἱ ἀήσσητοι | τὰ ἀήσσητα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀησσήτου | τοῦ ἀησσήτου | τῶν ἀησσήτων | τῶν ἀησσήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀησσήτῳ | τῷ ἀησσήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀησσήτοις | τοῖς ἀησσήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀήσσητον | τὸ ἀήσσητον | τοὺς, τὰς ἀησσήτους | τὰ ἀήσσητα |
Κλητική | ἀήσσητε | ἀήσσητον | ἀήσσητοι | ἀήσσητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀησσήτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀησσήτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀήσσητος, -ος- ον
- ο ακατανίκητος, που δεν έχει ηττηθεί, που δεν γνώρισε ήττα