Γεωργιανά (ka) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

სპირიდონ < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spʼiridon/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

სპირიდონ (ka) (sṗiridon) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία