დერძიანი
Γεωργιανά (ka)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /derd͡ziani/ & /d̥eɾd͡ziani/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαდერძიანი (ka) (derʒianid) αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- დერზიანი (derziani)
დერძიანი (ka) (derʒianid) αρσενικό ή θηλυκό