Ετυμολογία

επεξεργασία
ბუჩუკური < ბუჩუკ (bučuḳ) + -ური (-uri)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /but͡ʃʰukʼuri/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ბუ‐ჩუ‐კუ‐რი

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

ბუჩუკური (ka) (bučuḳuri)

Δείτε επίσης

επεξεργασία