Ετυμολογία

επεξεργασία
महामारी < महा (mahā, μεγάλος) + मारी (mārī, δολοφόνος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mə.ɦɑː.mɑː.ɾiː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

महामारी (hi) (mahāmārī) θηλυκό