Ετυμολογία

επεξεργασία
حج < ρίζα ح ج ج‎ (ḥ-j-j)

  Προφορά 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ħad͡ʒd͡ʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

حج (حَجّ) (ar) (ḥajj)) αρσενικό

Παράγωγα
επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Προφορά 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ħad͡ʒ.d͡ʒa/

حج (حَجَّ) (ar) (ḥajja)

  1. πείθω, υποστηρίζω επιχειρήματα
  2. κάνω χατζ, προσκύνημα στη Μέκκα
  • σελ. 284Steingass, Francis Joseph (1884) The Student's Arabic–English Dictionary (Λεξικό σπουδαστή αραβικής-αγγλικής γλώσσας), Λονδίνο: W.H. Allen. Στο archive.org