Ετυμολογία

επεξεργασία
կիրակի < παλαιά αρμενική կիւրակէ (kiwrakē)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kiɾɑˈki/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

կիրակի (hy) (kiraki)