чай
Βουλγαρικά (bg)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- чай < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική 茶 (chá, σε διαλέκτους: tê)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
чай (bg) (čaj) αρσενικό
Ρωσικά (ru)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- чай < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική 茶 (chá, σε διαλέκτους: tê)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
чай (ru) (čaj) αρσενικό άψυχο