Ετυμολογία

επεξεργασία
сорок < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα сорокъ (s o r ok ŭ) (μια δέσμη από 40 δέρματα, σαράντα). Παλιά εθεωρείτο δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική σαράκοντα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι προβληματική για φωνητικούς και σημασιολογικούς λόγους λόγους.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsorək/
 

  Αριθμητικό

επεξεργασία

сорок (ru) (sórok)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία