Ετυμολογία

επεξεργασία

окно < πρωτοσλαβική okъno

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

окно (ru) ουδέτερο

  1. το παράθυρο



  Ετυμολογία

επεξεργασία

окно < πρωτοσλαβική okъno

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

окно (sr) (λατινική γραφή: okno) ουδέτερο

  1. το παράθυρο



  Ετυμολογία

επεξεργασία

окно < πρωτοσλαβική okъno

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

окно (mk) ουδέτερο

  1. το παράθυρο