Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mr̂ʋitsa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: мр‐ви‐ца

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

мрвица (sh) (λατινική γραφή: mrvica) θηλυκό

  1. το ψιχίο, το ελάχιστο κομμάτι από την ψίχα του ψωμιού και ελάχιστη ποσότητα από κάποιο άλλο φαγώσιμο
  2. (μεταφορικά) το ψίχουλο, ψιχίο, για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα

Δείτε επίσης

επεξεργασία